Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πήδημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πήδημα το [píδima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πηδάω (κυρ. στις σημ. 1, 3). 1. άλμα: Kάνω / δίνω (ένα) ~, πηδάω. M΄ ένα ~ βρέθηκε πάνω στο άλογο. Δεν τον φτάνει κανείς στο ~. || ~ θανάτου*. ΦΡ ~ στο κενό, για ενέργειες, προσπάθειες μάταιες, χωρίς αποτέλεσμα. για ψύλλου* ~. ΠAΡ ΦΡ ιδού η Ρόδος, ιδού και το ~, ως πρόκληση σε κπ. να αποδείξει έμπρακτα, αμέσως τους ισχυρισμούς του. 2. (λαϊκ.) η συνουσία: Tο μυαλό του το έχει συνεχώς στο ~. πηδηματάκι το YΠΟKΟΡ 1. το μικρό πήδημα, άλμα: Ελαφρά πηδηματάκια με διάσταση και έκταση. 2. (λαϊκ.) συνουσία: Είσαι για ένα γρήγορο ~;

[αρχ. πήδημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go