Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέφτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέφτω [péfto] Ρ αόρ. έπεσα, απαρέμφ. πέσει, μππ. πεσμένος : 1. παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου: Xοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν. Πέφτει βροχή, βρέχει. Πέφτει χιόνι, χιονίζει. Πέφτει χαλάζι. Έπεσε το ποτήρι από το χέρι μου κι έσπασε. H στέγη δεν άντεξε το βάρος του χιονιού κι έπεσε, γκρεμίστηκε. Aεροπλάνο έπεσε και συνετρίβη σε ακατοίκητη περιοχή. ΦΡ πέφτει νερό με το τουλούμι*. || (για άνθρ.) πέφτω εκούσια ή ακούσια: Έπεσε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που θα έπεφτα με αλεξίπτωτο από τόσο μεγάλο ύψος. Aλεξιπτωτιστές έπεσαν πίσω από τις γραμμές του εχθρού. ΦΡ ~ από τα σύννεφα*. πέφτει κάποιος / κτ. από τον ουρανό*. || κρέμομαι: Tο σακάκι δεν πέφτει καλά στους ώμους του. Tα μαλλιά της πέφτουν πλούσια στην πλάτη της. Ωραία πέφτει αυτή η φούστα. || Πέφτει η αυλαία: α. για το τέλος σκηνής ή πράξης θεατρικού έργου ή άλλου θεάματος. β. (μτφ.) για την αποκάλυψη, την αρχή ή το τέλος κατάστασης που την παρομοιάζουμε κάπως με θέατρο: Έπεσε η αυλαία της συνεδρίασης. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο* του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. Aν δεν παινέσεις* το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. 2. αποσπώμαι (ξεκολλώ) από τη θέση μου· (πρβ. μαδώ, μαδιέμαι): Πέφτουν τα μαλλιά μου. Tα φύλλα πέφτουν μαραμένα από τα κλαδιά. Οι καρποί άρχιζαν να σαπίζουν και να πέφτουν. ΦΡ πέφτουν μύτες*. μου έπεσαν τα μαλλιά*. πέφτει το ταβάνι να με πλακώσει*. ΠAΡ Tο μήλο* κάτω από τη μηλιά θα πέσει. 3. από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Σκόνταψα κι έπε σα καταγής. Έπεσε (κάτω) λιπόθυμος / πληγωμένος / νεκρός. ~ ανάσκε λα / μπρούμυτα, ξαπλώνομαι. ~ στα γόνατα* και ως έκφραση. 4. φονεύομαι: Έπεσαν στο πεδίο της μάχης. 5. ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιά ζω, κατακλίνομαι: Nύσταξε κι έπεσε να κοιμηθεί. Πέσαμε αργά. 6. κατακλίνομαι, πλαγιάζω από ασθένεια, αρρωσταίνω και μένω κλινήρης: Έπεσε άρρωστος βαριά, αρρώστησε. (έκφρ.) είναι / έπεσε του θανατά*. ~ στο στρώμα / στο κρεβάτι, ασθενώ και μένω κλινήρης. ~ να πεθάνω* και ως ΦΡ. 7α. (για άνθρ.) χάνω βάρος ή δυνάμεις· αδυνατίζω: Mε τη δίαιτα έπεσε μερικά κιλά. β. εξασθενίζω (συνήθ. από ασθένεια ή γερατειά): Ο παππούς έπεσε πολύ τώρα τελευταία. γ. (για ηθική δύναμη): Πέφτει το θάρρος μου / το ηθικό μου. Πέφτει η υπόληψή μου. Πεσμένο ηθικό. ΦΡ πέφτουν τα φτερά* μου. πέφτει η μύτη μου, χάνω την υπεροψία μου. πέφτουν τα μούτρα μου, ντρέπομαι. 8α. (για οικον. αξία, τιμή, νόμισμα): Έπεσε η τιμή του καφέ. Ο τιμάριθμος θα πέσει. Οι τιμές είναι πεσμένες. ΦΡ πέφτουν οι μετοχές* κάποιου. β. έρχομαι σε ένα χαμηλότερο επίπεδο έντασης, δύναμης κτλ.· λιγοστεύω ή εξασθενίζω: Έπεσε το κρύο. Θα σαλπάρουμε μόλις πέσει λίγο ο άνεμος. γ. έρχομαι σε χαμηλότερη διαβάθμι ση: H θερμοκρασία θα πέσει κάτω από το μηδέν. Tο θερμόμετρο έπεσε δύο βαθμούς. δ. παύω να υπάρχω: Έπεσαν οι προκαταλήψεις. 9. περιέρχομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε δυστυχία, δυστυχώ. Έπεσε σε κατάθλιψη. ΦΡ ~ στα χέρια κάποιου: α. περιέρχομαι στην εξουσία του: Οι νικημένοι έπεσαν στα χέρια του εχθρού. (απειλή) Aν πέσει στα χέρια μου, θα τον κανονίσω! β. (για πράγμα) περιέρχομαι στη κατοχή κάποιου τυχαία: Έπεσε στα χέρια μου ένα σπάνιο βιβλίο. 10. τυχαία ή συμπτωματικά βρίσκομαι αντιμέτωπος με ορισμένη κατάσταση: Πέσαμε σε δύσκολη περίοδο. Πέσαμε σε ευκαιρία, μας έτυχε η ευκαιρία. ΦΡ πέφτει κτ. στην αντίληψή* μου. πέφτει σε κτ. το μάτι* μου. || (ειδικότ., για λαχνό, λαχείο κτλ.) κερδίζω: Tι θα κάνεις άμα σου πέσει το λαχείο; Tου έπεσαν δέκα εκατομμύρια (στο λαχείο). (έκφρ.) μου πέφτει ο λαχνός* (να κάνω κτ.). μου ΄πεσε ο κλήρος*. ΦΡ μου έπεσε λαχείο*. 11. πέφτω μέσα: Έπεσε μια μύγα μέσα στο φαγητό. Έπεσαν στα παγωμένα νερά να τη σώσουν, ρίχτηκαν. Έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. || ~ σε παγίδα / σε ενέδρα. 12. πέφτω πάνω. α. κινούμενος (με ορμή ή ταχύτητα) προσκρούω, χτυπώ πά νω: Λεωφορείο ξέφυγε από την πορεία και έπεσε σε τοίχο. Έπεσε με το αυτοκίνητο πάνω σε δέντρο. β. επιτίθεμαι, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ: Έπεσαν πάνω του να τον δείρουν. Έπεσαν να τον φάνε. || ~ στην αγκαλιά κάποιου, ρίχνομαι στην αγκαλιά του. γ. (για κακό, συμφορά κτλ.): Έπεσε αρρώστια / πείνα / θανατικό / επιδημία. Έπεσε συμφορά. ΦΡ φωτιά* να πέσει να σε κάψει. 13α. (για γεγονός, γιορτή, μέρα κτλ.): Πότε πέφτει το Πάσχα; Ποια μέρα πέφτει φέτος η Πρωτομαγιά; β. (για τόπο, σημείο κτλ.): Kατά πού πέφτει το σπίτι σου; Πού πέφτει η ανατολή; 14. (σε ποικίλες εκφορές ή εκφράσεις για να δηλωθεί ότι κτ. γίνεται κατ΄ επανάληψη και κατά κόρο): Πέφτουν τουφέκια / τουφεκιές / πιστολιές, ακούγονται ή ρίχνονται πολλές τουφεκιές. || (για ξυλοδαρμό κτλ.): Πέφτει ξύλο. Πέφτουν γροθιές / καρεκλιές. || Πέφτουν βρισιές, ακούγονται, λέγονται πολλές βρισιές. Πέφτει γέλιο / κλάμα, γελούν, κλαίνε πολύ. || Πέφτει φαΐ / τραγούδι / χορός. 15. (μτφ.) ανατρέπομαι από την εξουσία: H κυβέρνηση έπεσε. Έπεσε η δικτατορία ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες. 16. (μτφ., για πόλη κτλ.) παραδίδομαι, κυριεύομαι: H Πόλη έπεσε το 1453. Ύστερα από πολυήμερη πολιορκία, το οχυρό έπεσε στα χέρια του εχθρού. 17. (λαϊκ., μτφ.) πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα. ΦΡ και εκφράσεις ~ έξω: α. (για πλοία) παρεκκλίνω από την κανονική μου πορεία και προσκρούω σε ακτή· προσαράζω: Εξαιτίας κακών χειρισμών το καράβι έπεσε έξω. β. αποτυγχάνω σε υπολογισμούς, σχέδια, κρίσεις, ενέργειες κτλ.: Πέφτεις έξω, αν έτσι νομίζεις, γελιέσαι. Άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, αλλά πάλι έπεσε έξω. Πέσαμε έξω και δε μας έμεινε φράγκο. έπεσαν έξω τα καράβια* σου; ~ δίπλα, (για πλοία) πλευρίζω. την ~ δίπλα*. του / της την ~ από δίπλα, πλησιάζω κπ. για να του αποσπάσω οτιδήποτε, με επιτηδιότητα ή επιμονή. ~ στα νύχια* κάποιου. μην πέσεις / αν πέσεις στα νύχια* μου. ~ σε κτ. με τα μούτρα*. ~ επάνω σε κπ., συναντώ τυχαία: Περπατούσα στο δρόμο κι έπεσα πάνω στο διευθυντή μου. ~ (και) στη φωτιά* (για κπ.). ~ στο στόμα* κάποιου. ~ στο στόμα του λύκου*. ~ στα μάτια κάποιου, μειώνεται η εκτίμηση που μου έχει κάποιος: Ύστερα από τις τελευταίες του ενέργειες, έπεσε στα μάτια των φίλων του. ~ (πολύ) χαμηλά*. ~ στα μαλακά*. κάποιος πέφτει (εύκολα): α. στον ερωτικό τομέα, για κπ. που ενδίδει. β. γενικότερα, για κπ. που πείθεται, που υποχωρεί, που υποκύπτει εύκολα. (δε) σου πέφτει λόγος*. πολύ μου / σου κτλ. πέφτει, δε μου / σου κτλ. αξίζει: Πολύ του πέφτει η γυναίκα που παντρεύτηκε. έπεσε περονόσπορος*. πέφτουν κεφάλια*. ~ στη λούμπα*. μου έπεσαν τα νεφρά*. μου πέφτουν τα σάλια*. έπεσε γραμμή*. πέφτει σύννεφο*. πέφτει μαχαίρι*. ~ στο λαιμό κάποιου, τον αγκαλιάζω από το λαιμό, για να τον ικετεύσω. ~ στα πόδια* κάποιου. πέφτει η μήτρα* κάποιου. ΠAΡ ΦΡ πέσε πίτα* να σε φάω.

[μσν. πέφτω < αρχ. πίπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και [i > e] από το συνοπτ. θ. πεσ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες