Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέτσωμα το [pétsoma] Ο49 : (προφ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πετσώνω. 2. (οικοδ.) το σανίδωμα που επιστρώνεται πάνω από τα ξύλα του φέροντος σκελετού της στέγης και όπου επικάθονται τα κεραμίδια.
[πετσώ(νω) -μα]



