Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πέτασος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέτασος ο [pétasos] Ο19 : 1. στους αρχαίους Έλληνες, είδος καλύμματος της κεφαλής για την προστασία από τον ήλιο ή τη βροχή, καπέλο συνήθ. των οδοιπόρων, των κυνηγών και των Aθηναίων εφήβων, κατασκευασμένο από δέρμα ή ψάθα. 2. (βοτ.) το μεγαλύτερο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών.

[λόγ. < ελνστ. πέτασος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go