Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πένθιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πένθιμος -η -ο [pénθimos] Ε5 : 1. δηλωτικός πένθους: Πένθιμα ενδύματα. Πένθιμη ενδυμασία. Πένθιμη μουσική. 2. (μτφ.) κατηφής, θλιμμένος: Πένθιμο ύφος. Tα πένθιμα δειλινά του φθινοπώρου.

[λόγ. < αρχ. πένθιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go