Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πένης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πένης ο [pénis] Ο γεν. πένητος, πληθ. πένητες, γεν. πενήτων : (λόγ.) άνθρωπος φτωχός, που δεν έχει παρά μόνο τα εντελώς απαραίτητα για να ζήσει· συνήθ. σε εκφράσεις με επιτατική σημασία: φτωχός* και ~. ανέστιος* και ~.

[λόγ. < αρχ. πένης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go