Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέλεκυς ο [pélekis] Ο γεν. πέλεκυ και πελέκεως, αιτ. πέλεκυ, πληθ. πελέκεις, γεν. πελέκεων, αιτ. πελέκεις : (λόγ.) α. πελέκι, τσεκούρι: Διπλός ~, με δύο λεπίδες. || Προϊστορικοί, λίθινοι πελέκεις. β. (μτφ.) δύναμη που τιμωρεί σκληρά: Bαρύς θα πέσει ο ~ της δικαιοσύνης.
[λόγ. < αρχ. πέλεκυς]



