Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλεκυς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέλεκυς ο [pélekis] Ο γεν. πέλεκυ και πελέκεως, αιτ. πέλεκυ, πληθ. πελέκεις, γεν. πελέκεων, αιτ. πελέκεις : (λόγ.) α. πελέκι, τσεκούρι: Διπλός ~, με δύο λεπίδες. || Προϊστορικοί, λίθινοι πελέκεις. β. (μτφ.) δύναμη που τιμωρεί σκληρά: Bαρύς θα πέσει ο ~ της δικαιοσύνης.

[λόγ. < αρχ. πέλεκυς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες