Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλαο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέλαο το [pélao] Ο40 : (λαϊκότρ.) πέλαγος (κυρ. στη σημ. 2).

[< πέλαγο με αποβ. του μεσοφ. [γ] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες