Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτσγουορκ το [pátsγuork] Ο (άκλ.) : κομμάτια υφάσματος διάφορων χρωμάτων και σχεδίων, που ενωμένα αποτελούν ένα πολύχρωμο σύνολο και χρησιμοποιούνται ως καλύμματα, χαλιά κτλ., και ως επίθ.: Kουβέρτα / χαλί ~. || σχέδιο που δημιουργείται με ενωμένα κομμάτια υφάσματος.
[λόγ. < αγγλ. patchwork]



