Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάταγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάταγος ο [pátaγos] Ο20 : 1. πολύ δυνατός θόρυβος που τον προκαλεί η πτώση από μεγάλο ύψος ή το απότομο χτύπημα ενός σώματος επάνω σε κάποιο άλλο: H στέγη κατέρρευσε με πάταγο. Έκλεισε την πόρτα με πάταγο. 2. (μτφ.) η πολύ μεγάλη, θετική ή αρνητική εντύπωση και οι έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις που προκαλεί ένα γεγονός στην κοινή γνώμη· θόρυβος·: H εκρηκτική της εμφάνιση έκανε πάταγο. H ταινία του / το βιβλίο του έκανε πάταγο. Aποκαλύψεις που θα δημιουργήσουν πάταγο.

[λόγ. < αρχ. πάταγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go