Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάσχων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάσχων -ουσα -ον [pásxon] Ε12 : (λόγ.) που πάσχει, που υποφέρει από κτ.: Οι πάσχοντες συνάνθρωποί μας. Tο πάσχον μέλος / όργανο, που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο. || (ως ουσ.) ο πάσχων: Οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. || (στην τέχνη): Ο Xριστός ~, ο Εσταυρωμένος με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό.

[λόγ. < αρχ. πάσχων μεε. του πάσχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες