Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάσσαλος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάσσαλος ο [pásalos] Ο19 : μακρύ και χοντρό ξύλο ή ανάλογη κατασκευή από μέταλλο ή τσιμέντο, με αιχμηρή τη μία άκρη που μπήγεται στο έδαφος· χρησιμοποιείται για περίφραξη, στήριξη ή θεμελίωση: Tοποθέτησε γύρω από το κτήμα ξύλινους πασσάλους, παλούκια. Στους λιμναίους οικισμούς τα σπίτια στηρίζονταν σε πασσάλους. Έδεσε τα σκοινιά του αντίσκηνου σε πασσάλους. || (τεχν.) στύλος ή δοκάρι από οπλισμένο σκυρόδεμα, μέταλλο ή ξύλο, με τετραγωνική ή κυλινδρική διατομή, που χρησιμοποιείται σε δομικά έργα. πασσαλάκι το YΠΟKΟΡ. πασσαλίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. πάσσαλος· λόγ. < ελνστ. πασσαλίσκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασσαλοσανίδα η [pasalosaníδa] Ο26 : (τεχν.) πάσσαλος με διαστάσεις σανίδας.

[πάσσαλ(ος) -ο- + σανίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go