Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάροικος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάροικος ο [párikos] Ο19 : αυτός που είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε μία ξένη χώρα, χωρίς να έχει σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.

[λόγ. < ελνστ. πάροικος `που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `γειτονικός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go