Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρκινσον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρκινσον η [párkinson] Ο (άκλ.) : (ιατρ.) νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος που εμφανίζεται με ποικίλα και έντονα συμπτώματα δυσκαμψίας και τρέμουλο κυρίως στα χέρια: Nόσος του Πάρκινσον, τρομώδης παράλυση.

[λόγ. < αγγλ. Ρarkinson(΄s disease) < ανθρωπων. Ρarkinson (όν. Άγγλου γιατρού)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρκινσονικός -ή -ό [parkinsonikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νόσο του Πάρκινσον ή που πάσχει από πάρκινσον: ~ τρόμος. ~ ασθενής.

[λόγ. πάρκινσον -ικός μτφρδ. αγγλ. parkinsonian]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες