Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρκιγκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρκιγκ το [párkiŋg] & (προφ.) πάρκιν το [párkin] Ο (άκλ.) : χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~. Πολυώροφο / υπόγειο / υπαίθριο ~.

[αγγλ. parking]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες