Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάριος -α -ο [pários] Ε6 : (λόγ.) ο παριανός. || Πάριο χρονικό, αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο.

[λόγ. < αρχ. Πάριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες