Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάπισσα η [pápisa] Ο27 : γυναίκα που ανήλθε στον παπικό θρόνο ως πάπας: «H ~ Iωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη.
[λόγ. πάπ(ας) -ισσα μτφρδ. μσνλατ. papissa]