Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάντρεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάντρεμα το [pándrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παντρεύω, συνήθ. στη σημ. 3· αρμονικό συνταίριασμα, επιτυχής συνδυασμός: Tο ~ των χρωμάτων. Tο ~ του στίχου με τη μουσική.

[παντρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go