Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάντες
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάντες οι [pándes] Ο2 : όλος ο κόσμος, όλοι οι άνθρωποι: Tο ξέρουν / το έμαθαν οι ~. || (εκκλ.) Οι άγιοι Πάντες, όλοι οι άγιοι.

[λόγ. < αρχ. πάντες, πληθ. του πᾶς]

[Λεξικό Κριαρά]
πάντες, παντές, σύνδ.,
βλ. πάντη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντεσπάνι το [pandespáni] Ο44 : παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται σε φούρνο: Tούρτα με ~ και σοκολάτα.

[βεν. pan de Spagna `ψωμί της Ισπανίας΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < ιταλ. pan di Spagna]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go