Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνδημος, επίθ.
-
- Καθολικός, γενικός:
- (Διγ. Gr. 350).
[αρχ. επίθ. πάνδημος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Καθολικός, γενικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνδημος -η -ο [pánδimos] Ε5 : που γίνεται ή εκδηλώνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού· παλλαϊκός: ~ εορτασμός.
[λόγ. < αρχ. πάνδημος `που ανήκει σε όλο το λαό΄]



