Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάνδεινα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάνδεινα τα [pánδina] Ο41 : μεγάλα και φοβερά δεινά, βάσανα, συμφορές κτλ.: Yπέφερε / υπέστη τα ~, πέρασε πολλές και κάθε είδους ταλαιπωρίες, κακουχίες, μαρτύρια, βάσανα· ΣYN ΦΡ τράβηξε πολλά / του λιναριού τα πάθη.

[λόγ. < μσν. πάνδεινα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. πάνδεινος `τελείως τρομερός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go