Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάμφιλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
πάμφιλος, επίθ.· υπερθ. παμφίλτατος.
  • α) Εξαιρετικά αγαπητός:
    • (Διγ. A 4094
    • παμφίλτατον … υιόν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101
    • (σε προσφών. αγαπημένου προσώπου):
      • διχώς εσένα τι φελώ, παμφίλτατή μου κόρη (Θησ. Ζ́ [1338]
    • (σε αποστροφή προς τον αναγνώστη):
      • (Προσκυν. Ιβ. 845 982
  • β) πολυπόθητος:
    • χαίρων τα κάλλη τα παμφίλτατα της ωραίας τρυγόνος (Διγ. Z 2261).

[<παν‑ + επίθ. φίλος. Ο υπερθ. τον 4. αι. (TLG). Η λ. στο Somav. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες