Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάμπλουτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πάμπλουτος, επίθ.
  • Πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος:
    • (Διγ. Z 1662).

[αρχ. επίθ. πάμπλουτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάμπλουτος -η -ο [pámblutos] Ε5 : (κυρ. για πρόσ.) πάρα πολύ πλούσιος (σε υλικά αγαθά)· βαθύπλουτος, ζάπλουτος, πλουσιότατος.

[λόγ. < αρχ. πάμπλουτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go