Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάλιον
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πάλιον (Ι) το.
  • α) Ιπποδρομία:
    • ενίκησεν το πάλιον (Απόκοπ. 295
  • β) (γενικ.) αγώνας δρόμου:
    • Πολλοί τρέχουσιν εις το πάλιον του πρις (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 133).

[<ιταλ. palio]

[Λεξικό Κριαρά]
πάλιον (ΙΙ) το,
βλ. πάλλιον.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go