Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάθηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάθηση η [páθisi] Ο33 : 1.η κατάσταση του οργανισμού που έχει προσβληθεί από ασθένεια· (πρβ. ασθένεια, νόσος, αρρώστια): Kαρδιακές παθήσεις. Πνευμονικές παθήσεις. Παθήσεις των νεφρών. Οξεία / χρόνια ~. Ψυχικές παθήσεις. 2. (γραμμ., συνήθ. πληθ.) οι ποικίλες μεταβολές τις οποίες υφίστανται οι φθόγγοι των λέξεων: Παθήσεις φθόγγων / φωνηέντων / συμφώνων.

[λόγ. < αρχ. πάθη(σις) `φυσική ή ηθική επίδραση΄ -ση & σημδ. γαλλ. affection· 2: κατά τη σημ. του πάθος6]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go