Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οἰνοποσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οινοποσία η [inoposía] Ο25 : κατανάλωση κρασιού από ένα πρόσωπο, συνήθ. όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα: H υπερβολική ~ και η πολυφαγία βλάπτουν τον οργανισμό.

[λόγ. < αρχ. οἰνοποσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go