Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ούφο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούφο το [úfo] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. ο ιπτάμενος δίσκος. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο με μειωμένη νοημοσύνη.

[λόγ. < αγγλ. UFΟ αρκτικόλ. U(nidentified) F(lying) Ο(bject) `ανεξακρίβωτο ιπτάμενο αντικείμενο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες