Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ούριος, επίθ.
-
— Βλ. και εξούριος, σπανούριος.
- α) (Ηθ.) κατεστραμμένος, διεφθαρμένος:
- βάλε πόθον στον Χριστόν, … μη ποίσεις ούριαν ψυχήν διά απροσεξίας (Φυσιολ. (Legr.) 251)·
- β) υβριστ. για αγένειο (βλ. Eideneier, Σπανός, σ. 313 και εξούριος):
- Συναξάριον … σπανού, του ουρίου και εξουρίου (Σπανός A 160).
[αρχ. επίθ. ούριος. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- α) (Ηθ.) κατεστραμμένος, διεφθαρμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ούριος -α -ο [úrios] Ε6 : ~ άνεμος, που είναι ευνοϊκός για την κίνηση ενός πλοίου· πρί μος: Tο πλοίο ταξιδεύει με ούριο άνεμο. || (μτφ.): Φυσάει ~ άνεμος, επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. οὔριος]



