Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ούγια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούγια η [úja] Ο25α : 1. ειδική ύφανση στις άκρες ενός υφάσματος, έτσι ώστε αυτό να μην ξεφτίζει: Ραφή ~ με ~. Στην ~ είναι γραμμένη η φίρμα του εργοστασίου. 2. (λογοτ.) η άκρη μιας επιφάνειας: H ~ της ακρογιαλιάς / του δάσους / του σύννεφου.

[ίσως αντδ. < τουρκ. oya (< αραβ;) < ελνστ. ᾤα, αρχ. σημ.: `δέρμα προβάτου΄, αρχ. ὄα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go