Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οψές, επίρρ.,
- βλ. οψέ.
[Λεξικό Κριαρά]
- οψεσινός, επίθ.· εψεσινός· ψεσινός.
-
- Χθεσινός:
- Τα ψεσινά καμώματα … σ’ έγνοια μεγάλην ήβαλαν (Ερωτόκρ. Β́ 2073· Ριμ. κόρ. 625).
[<επίρρ. οψές + κατάλ. –ινός. Ο τ. εψ‑ στο Βλάχ. Ο τ. ψε‑ και σήμ. Τ. (ο)ψεζ’νός σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav.]
- Χθεσινός:



