Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οχυρωμένα, επίρρ.
-
- Με φροντίδα για την άμυνα:
- να πολεμείτε εύτολμα … πρακτικά, σπουδαία, οχυρωμένα (Ριμ. Βελ. ρ. 290).
[πληθ. του ουδ. της μτχ. παρκ. του οχυρώ ‑ώνω ως επίρρ.]
- Με φροντίδα για την άμυνα:



