Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχυρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οχυρά, επίρρ.
  • Ισχυρά:
    • αρμενίζοντας οι Έλληνες … αφυρωμένοι οχυρά (Θησ. (Foll.) I 20).

[<επίθ. οχυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες