Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχτάρι το [oxtári] Ο44 : σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα οχτώ. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό οχτώ και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα οχτάρια. 4. παραπάτημα σε σχήμα περίπου ζικ ζακ: Πώς λες ότι δεν είσαι μεθυσμένος, αφού, όταν περπατάς, κάνεις οχτάρια;
οχταράκι το YΠΟKΟΡ. [οχτ(ώ) -άρι]