Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οφθαλμίατρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμίατρος ο [ofθalmíatros] Ο20α θηλ. οφθαλμίατρος [ofθalmíatros] Ο36 : γιατρός που έχει ειδικευτεί στην οφθαλμολογία.

[λόγ. οφθαλμ(ο)- + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go