Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφθαλμία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμία η [ofθalmía] Ο25 : (ιατρ.) γενική ονομασία για φλεγμονές του ματιού· (πρβ. πονόματος): Πάσχει από οξεία / χρόνια ~.

[λόγ. < αρχ. ὀφθαλμία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμιατρείο το [ofθalmiatrío] Ο39 : ίδρυμα που ασχολείται με τη θεραπεία των οφθαλμικών παθήσεων: Tο Οφθαλμιατρείο Aθηνών.

[λόγ. οφθαλμίατρ(ος) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμίατρος ο [ofθalmíatros] Ο20α θηλ. οφθαλμίατρος [ofθalmíatros] Ο36 : γιατρός που έχει ειδικευτεί στην οφθαλμολογία.

[λόγ. οφθαλμ(ο)- + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες