Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οφειλέτης ο [ofilétis] Ο10 θηλ. οφειλέτρια [ofilétria] Ο27 : αυτός που οφεί λει κτ., ιδίως χρήματα· χρεώστης. ANT πιστωτής, δανειστής. || (ως επίθ.): Οφειλέτρια εταιρεία.
[λόγ. < αρχ. ὀφειλέτης· λόγ. οφειλέ(της) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- οφειλέτης ο.
-
- (Μεταφ.) αυτός που έχει κάπ. καθήκον, που είναι υπόχρεος σε κάπ.:
- ως υπηρέτης πιστότατος του καίσαρος μάλλον κι ως οφειλέτης (Αξαγ., Κάρολ. Έ 908).
[αρχ. ουσ. οφειλέτης. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) αυτός που έχει κάπ. καθήκον, που είναι υπόχρεος σε κάπ.: