Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουτιδανός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ουτιδανός, επίθ.
  • Ανάξιος, τιποτένιος, ασήμαντος:
    • (Ροδινός 156), (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122).

[αρχ. επίθ. ουτιδανός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουτιδανός -ή -ό [utiδanós] Ε1 : (λόγ., για πρόσ.) τιποτένιος.

[λόγ. < αρχ. οὐτιδανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go