Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουσιωδώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ουσιωδώς, επίρρ.
  • (Θεολ.) ουσιαστικά, πραγματικά:
    • τα επτά χαρίσματα του παναγίου Πνεύματος οπού ουσιωδώς εκατοίκησεν εις αυτόν τον Χριστόν (Νεκτάρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66).

[μτγν. επίρρ. ουσιωδώς. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες