Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρόλιθος ο [uróliθos] Ο19 : (ιατρ.) στερεοποιημένη μάζα, πέτρα, η οποία σχηματίζεται από τα άλατα των ούρων στο ουροποιητικό σύστημα.
[λόγ. < διεθ. uro- = ουρο- + αρχ. λίθος]



