Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουριοδρομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουριοδρομώ [urioδromó] Ρ10.9α : (λόγ., ιδ. για πλοίο) κινούμαι έχοντας ευνοϊκό τον άνεμο.

[λόγ. < ελνστ. οὐριοδρομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες