Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρητήριο το [uritírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : μικρό κτίσμα, συνήθ. σε δημόσιο χώρο, ειδικά διαρρυθμισμένο για την ούρηση: Δημόσια ουρητήρια. || αφοδευτήρια.
[λόγ. ουρη- (ουρώ) -τήριον μτφρδ. γαλλ. urinoir]