Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουρανικός, επίθ· ορανικός.
-
- α) Ουράνιος· θεϊκός, θείος:
- στην Αρκαδιά δεν είν’ κλωνάρια να 'χουσι ορανική τη ρίζα (Πιστ. βοσκ. I 2 357 (έκδ. ορανιτή τη ρίση· διορθώσ.))·
- πνεύματα ουρανικά (Ζήν. Γ́ 139)·
- β) (μεταφ.) εξαίσιος, υπέροχος:
- Να 'χει (ενν. η κόρη) θωριάν … ουρανικήν και θείαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [593]).
[<ουσ. ουρανός + κατάλ.‑ικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- α) Ουράνιος· θεϊκός, θείος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρανικός 1 -ή -ό [uranikós] Ε1 : 1. (γραμμ.) Ουρανικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στον ουρανίσκο. || (ως ουσ.) τα ουρανικά, τα ουρανικά σύμφωνα. 2. (σπάν., λογοτ.) ουράνιος.
[λόγ.: 2: ουραν(ός) -ικός· 1: σημδ. γαλλ. palatal]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρανικός 2 -ή -ό : (χημ.) που έχει σχέση με το ουράνιο.
[λόγ. < διεθ. uran(ium) = ουράν(ιο) -ic = -ικός]



