Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουραιμία η [uremía] Ο25 : (ιατρ.) μόλυνση που συνίσταται σε συγκέντρωση ουρίας στο αίμα λόγω κακής λειτουργίας των νεφρών: Συμπτώματα / θεραπεία της ουραιμίας. Kρίση ουραιμίας.
[λόγ. < γαλλ. urémie < ur(ée) = ουρ(ία) + -hémie < αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]