Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουραγός ο [uraγós] Ο17 : αυτός που βρίσκεται στο τέλος. α. (στρατ.) στο τέλος της παράταξης, για αξιωματικό ή πλοίο. β. στην τελευταία θέση μιας σειράς και ιδίως μιας βαθμολογικής κλίμακας. ANT πρωτοπόρος: Είναι ~, είναι τελευταίος. Οι ουραγοί του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Mάχη μεταξύ των ουραγών για να αποφύγουν τον υποβιβασμό.
[λόγ. < ελνστ. οὐραγός `ο πίσω στρατιώτης στο λόχο΄, αρχ. σημ.: `αρχηγός της οπισθοφυλακής΄]