Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ουρίτσα η.
  • Μικρή ουρά:
    • διχαλήν ουρίτσαν (Πουλολ. 380).

[<ουσ. ουρά + κατάλ. –ίτσα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες