Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρήθρα η [uríθra] Ο25 : (ανατ.) ο πόρος που αρχίζει από την ουροδόχο κύστη και οδηγεί τα ούρα έξω από τον οργανισμό.
[λόγ. < αρχ. οὐρήθρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουρήθρα η.
-
- Ουρήθρα·
- (εδώ) ουροδόχος κύστη, «φούσκα»:
- πρησμένες ουρήθρες (Μπερτόλδος 81).
- (εδώ) ουροδόχος κύστη, «φούσκα»:
[αρχ. ουσ. ουρήθρα. Η λ και σήμ.]
- Ουρήθρα·