Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουράκλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ουράκλα η.
  • Ουρά ζώου:
    • σηκώνει (ενν. ο γάδαρος) την ουράκλα του (Συναξ. γαδ. 317).

[<ουσ. ουρά + κατάλ. ‑άκλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες