Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουλάκης ο· ολάκης.
-
- Αγγελιοφόρος, ταχυδρόμος:
- απέστειλαν ουλάκην ήγουν ταχυδρόμον (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς)·26· Χρον. σουλτ. 14411).
[<τουρκ. ulak. Ο τ. στο Somav. Η λ. σε έγγρ. του 15. αι. και στο Meursius (–ις)]
- Αγγελιοφόρος, ταχυδρόμος:



