Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουζάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουζάδικο το [uzáδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα στο οποίο προσφέρονται οινοπνευματώδη ποτά (ούζο, τσίπουρο κτλ.) και μεζέδες· ουζερί.

[ούζ(ο) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες