Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδέν, μόρ.
-
— Πβ. και μηδέν.
- 1)
- α) (Σε προτάσεις κρίσης) δεν:
- ουδέν ημπορώ τώρα να σε πλερώσω (Ασσίζ. 6024‑5)·
- ουδέν ήθελε περπατεί καθόλου (Αχιλλ. L 283)·
- β) (σε προτάσεις επιθυμίας) μη(ν):
- εάν η γυναίκα και ο άνδρας της έχουν παιδία, ουδέν να αφήσουν διά τα παιδία τους να πουληθεί ...το εδικόν τους (Ασσίζ. 12823)·
- γ) (με μτχ.):
- αυτή (ενν. η κιβωτός) ουδέν σαλεύοντα ο Νώε ευθύς νομίζει να 'ναι κατάπαυσις νερού (Χούμνου, Κοσμογ. 483).
- α) (Σε προτάσεις κρίσης) δεν:
- 2) (Σε αποφατική συμπλοκή)
- α) δεν:
- πώς το κρατεί ο βασιλεύς και ουδέν το φανερώνει; (Βυζ. Ιλιάδ. 37)·
- β) (με επόμ. τους αρνητ. συνδ. ουδέ και ούτε) δεν:
- τον όρκον τους ουδέν κρατούν, ουδέ Θεόν φοβούνται (Χρον. Μορ. H 803)·
- ουδέν κρατούν αλήθειαν ούτε όρκον; (Χρον. Μορ. H 124)8
- α) δεν:
[ουδ. της. αντων. ουδείς ως αποφατικό μόρ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδένας, αντων.,
- βλ. ουδείς.